κλωστοϋφαντουργείο(ν)

κλωστοϋφαντουργείο(ν)
το прядильно-ткацкая фабрика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κλωστοϋφαντουργείο(ν)" в других словарях:

  • κλωστοϋφαντουργείο — το [κλωστοϋφαντουργός] εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται νήματα και υφάσματα …   Dictionary of Greek

  • κλωστοϋφαντουργείο — το κλωστοϋφαντήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κλώστης — ο, θηλ. κλώστρ(ι)α (Α κλωστής, Μ κλώστης, θηλ. κλώστρα) [κλώθω] (το αρσ. και θηλ.) ο κλώστης ή η κλώστρα εργαλείο νηματουργίας, αδράχτι νεοελλ. 1. τεχνίτης που φτ(ε)ιάχνει νήματα σε κλωστοϋφαντουργείο 2. το θηλ. η κλώστρια η κλωστική μηχανή… …   Dictionary of Greek

  • κλωστοϋφαντήριο — το εργαστήριο όπου κλώθουν νήματα και υφαίνουν υφάσματα, κλωστοϋφαντουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»